ἀξίους

ἀξίους
ἄξιος
counterbalancing
masc acc pl
ἀ̱ξίους , ἀξιόω
think
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀξιόω
think
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀξίους — Ἄξιος masc acc pl Ἀξίων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • недостоиныи — (350) пр. 1. Недостойный, негодный, презренный, бесчестный: ˫Ако обрѣтохъ недостоинъ сы такъ даръ. ѥже ми сѧ поѹчѧти словесьмъ твоимъ дьнь и ношть. Изб 1076, 3 об.; г҃и простите мѧ грѣшьнаго и ѹбогаго и недостоинаго съгрѣшьша тебе аминъ. Мин 1095 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BETHSEMES — i. e. domus Solis, vel ministerii, ante Abel dicta 2. Paral. c. 28. v. 18. Civitatis sacerdotalis an tribu Iudae. Ios. c. 15. v. 10. postea Levitis assignata. Ios. c. 21. v. 16. In quam reducta est Arca a Philistinis capra. 1. Sam. c. 6. v. 9. In …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COMMUNIO — Graece Κοινωνία, inter nomina S. Eucharistiae, reperitur 1. Corinth. c. 10. v. 16. quae, ut alias rationes omittam, sic dicta est Pachymeri, διὰ τὸ τότε κοινωνεῖν τοὺς ἀξίους πάντας τῶ μυςηρίων, Quia primis temporibus omnes, qui digni erant,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HEGESIPPUS — I. HEGESIPPUS Historicus, quem 5. actuum Ecclesiasticorum libros elucubrasse, auctores sunt Hieronymus, ac Honorius, et quintum eorum citat Euseb. Hist. Eccl. l. 2. c. 22. ac Graece κγ. ubi de Iacobi fratris Domini martyrio, verba sacit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ασεβής — ές και άσεβος, η ο (AM ἀσεβής, ές) αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος νεοελλ. 1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού 2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α στερ. + σεβής < σέβας, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”